ἰῶνται

ἰῶνται
ἰάομαι
j
pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)
ἰάομαι
j
pres ind mp 3rd pl
ἰάομαι
j
pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)
ἰάζω
fut ind mid 3rd pl
ἰόομαι
become
pres subj mp 3rd pl
ἰόομαι
become
pres ind mp 3rd pl (doric aeolic)
ἰόω
become
pres subj mp 3rd pl
ἰόω
become
pres ind mp 3rd pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ουλερύθημα — το ιατρ. ομάδα δερματοπαθειών οι οποίες ιώνται με ουλώδη ατροφία τού δέρματος χωρίς βλάβη τής επιδερμίδας ή τής θηλώδους στιβάδας τού χορίου …   Dictionary of Greek

  • ομοιοπαθητική — (Ιατρ.). θεραπευτική θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι διάφορες παθήσεις θεραπεύονται με τη χορήγηση ουσιών ή γενικότερα με την εφαρμογή μέσων ικανών να αναπαράγουν τα συμπτώματα της πάθησης. Η θεμελιώδης αρχή της ο. περιλαμβάνεται στο περίφημο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”